- άνομβρος
- -η, -ο (AM ἄνομβρος, -ον) [όμβρος](για τόπους) αυτός που δεν δέχεται αρκετές βροχές, ξηρόςαρχ.(για ποταμούς, λίμνες κ.λπ) αυτός που δεν τροφοδοτείται με βροχές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄνομβρος — without rain masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνομβρον — ἄνομβρος without rain masc/fem acc sg ἄνομβρος without rain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόμβροις — ἄνομβρος without rain masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόμβρου — ἄνομβρος without rain masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνομβρα — ἄνομβρος without rain neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνομβροι — ἄνομβρος without rain masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανομβρία — η (Α ἀνομβρία) [άνομβρος] έλλειψη βροχής, ξηρασία, αναβροχιά … Dictionary of Greek
όμβρος — (I) ο (ΑΜ ὄμβρος) βροχή, ιδίως ραγδαία, νεροποντή («ραγδαίος όμβρος έλουσε καταπληκτικώς την γην», Παπαδ.) μσν. (για υγρό) ροή αρχ. 1. θύελλα και τρικυμία, τυφώνας 2. το νερό ως στοιχείο («μήτε γῆ μήτ ὄμβρος ἱερός, μήτε φῶς», Σοφ.) 3. ροή άφθονου … Dictionary of Greek